Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

15.Έλλειψης συνέχεια

Αυτή τη φορά προσπάθησα να προετοιμαστώ όσο περισσότερο μπορούσα. Η ανάλυση είχε δυσκολέψει πολύ, η απώλεια είναι τόσο μεγάλο θέμα κι έχει τόσα παρακλάδια που εύκολα μπορεί να ξεφύγει… Έτσι άρχισα να κάνω ανταπαντήσεις στον εαυτό μου ώστε να είμαι όσο έτοιμος θα μπορούσα να είμαι.
Περπατώντας χωρίς σαφή προορισμό αυτή την ηλιόλουστη σχεδόν καλοκαιρινή ημέρα, το μυαλό μου είχε γίνει ένα κουβάρι προβληματισμών και σκέψεων:
- Θεωρείτε ότι η απώλεια είναι χειρότερη από την έλλειψη - σε απόλυτα μεγέθη;
- Αν και ίδια σε ουσία πιστεύω ότι η απώλεια είναι πιο οδυνηρή
- Ενώ η απώλεια όμως προϋποθέτει την έλλειψη δεν είναι απαραίτητο και το αντίθετο
- Δίκιο έχετε σε αυτό, έλλειψη μπορεί να είναι κι η μη απόκτηση κάποιου υλικού ή όχι μόνο πράγματος που θέλουμε πολύ...
- Ακριβώς αυτό εννοούσα, οπότε με την έλλειψη πολλές φορές οδηγούμαστε στην αντικατάσταση ή την πλήρη αποχή από κάτι ενώ με την απώλεια αναγκαστικά πρέπει να δεχτούμε την κατάσταση χωρίς περιθώρια άλλης αντίδρασης...

Δεν είχα προλάβει να ολοκληρώσω τις φανταστικές ερωτήσεις κι απαντήσεις με τον Γ. και έπεσα πάνω σε ένα συμμαθητή και κολλητό μου που είχα να δω αρκετούς μήνες:
- γεια σου βρε Σ. τι γίνεσαι; που βρίσκεσαι;
- γεια σου Α. καλά λέω, στην Λάρισα είμαι και σπουδάζω, ένα γεγονός με ανάγκασε να κατέβω πριν τελειώσει η περίοδος, κι είναι κι εξεταστική τώρα...
- αν επιτρέπετε τι γεγονός; (τον ρώτησα από ανάμικτο ενδιαφέρον)
- ο πατέρας μου έπαθε ένα καρδιακό επεισόδιο, είναι στο Νοσοκομείο
- είναι σοβαρά; έχει περάσει ο κίνδυνος;
- είναι σοβαρά, θα δείξει
- έλα ρε φίλε, θα δεις θα περάσει, πάμε για ένα καφεδάκι;
- άντε πάμε, έχω 2 ώρες μέχρι να πάω ξανά για την επίσκεψη
Πήγαμε σε ένα γειτονικό καφέ που συνηθίζαμε να περνάμε τις κοπάνες μας, κάτι ξεγυρισμένα 6ωρα όπου δεν σταματούσαμε να μιλάμε. Η αναγκαστική αποχή από την καθημερινή επαφή που είχαμε κάποτε ήταν περισσότερο από εμφανής, δεν υπήρχε σαφώς αμηχανία, κι ένα βλέμμα έφτανε για να καταλάβει ο ένας τον άλλο, αλλά κάτι έλλειπε...
- Λοιπόν πως πάει η ζωή γενικά στη Λάρισα; τον ρώτησα για να σπάσουμε την ησυχία
- Καλά μωρέ, λίγο η σχολή, λίγο κάποιες παρέες που έχω κάνει εκεί, περνά ευχάριστα η κατάσταση, αλλά αυτό που φαντάζονται όλοι περί φοιτητικής ζωής, ξεγνοιασιάς κλπ απέχει πολύ από αυτό που ζω...
- Τουλάχιστον εσύ το ζεις, εγώ θα πρέπει να περιμένω τα αποτελέσματα για να δω αν θα ακολουθήσω κάποιον από την παλιά παρέα ή θα είμαι κάπου μόνος κι εγώ σαν κι εσένα...
- Έχω μια διαίσθηση ότι η παλιά καλή πεντάδα θα σκορπίσει πραγματικά στα 5 σημεία του ορίζοντα, μου απάντησε.
Πράγματι, σε όλο το Λύκειο ειδικά, είχαμε δημιουργήσει μια εξαιρετικά δεμένη πεντάδα, με περίφημα πάρτι όταν βρίσκαμε την ευκαιρία, με στήσιμο παράνομου ερασιτεχνικού σταθμού, με απίστευτες κοπάνες (μέχρι κι εκδρομές εκτός Αττικής κάναμε σε πρωινή κοπάνα), κι ότι μπορεί να φανταστεί κανείς.
- Φοβάμαι ότι θα δικαιωθείς, του ανταπάντησα, η αλήθεια είναι ότι μου λείπει πολύ η παρέα σου ρε φίλε, δεν περνάνε οι μέρες εδώ χωρίς έναν άνθρωπο σαν κι εσένα να πω κουβέντες από καρδιάς...
- Ποτέ δεν ξέρεις πως θα μας τα φέρει η ζωή, ίσως και να ξανασμίξουμε, ίσως και να χαθούμε για πάντα, ίσως να φτάσουμε να συναντιόμαστε στο μέλλον στο δρόμο και να μην αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο...

Μην θέλοντας να σκεφτώ πως είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοιο ενδεχόμενο, γύρισα την κουβέντα περί γκομενικών, μουσικής, οικογενειακών κι άλλων ανάλαφρων θεμάτων, το μόνο που μου έλλειπε αυτή τη στιγμή ήταν άλλη μια απώλεια στις τόσες που είχα...

Υστερόγραφο: τον Σ. τον συνάντησα αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια, κυρίως όταν έμενα ακόμη στην ίδια γειτονιά, παντρεύτηκε, έκανε δύο παιδιά, έχασε πατέρα, δουλειά, πάχυνε, βάρυνε, χαθήκαμε αλλά ξέρω (κι ελπίζω) ότι είναι καλά, ποτέ δεν θα ξεχάσω ότι κέρδισα από αυτό τον άνθρωπο στην δύσκολη εφηβεία που περάσαμε παρέα... Τελικά η έλλειψη γλυκαίνει όταν θυμάσαι και αντιμετωπίζεται όταν συνειδητοποιείς τι έχεις κερδίσει από αυτό που έχασες.
    

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

14. Έλλειψη

Όλη την εβδομάδα προσπάθησα να επικεντρωθώ στις διάφορες απώλειες της ζωής μου έως αυτή τη στιγμή. Ο Γ. είπε καθαρά ότι αυτό θα ήταν το θέμα ανάλυσης στην επόμενη συνεδρία. Ήδη είχα πει για την πρώτη μου απώλεια, αυτή του παππού, δεν είχα επεκταθεί στην απώλεια της μητρικής αγάπης και προστασίας τον δύσκολο καιρό του ατυχήματος του αδελφού μου ακόμη, κι αυτό μου ήταν αρκετά δύσκολο. Προσπάθησα να σκεφτώ κι άλλα πράγματα σχετικά αλλά ένα τηλεφώνημα διέκοψε τις σκέψεις μου.
Α.: Λέγετε;
Ο.: Καλησπέρα, είμαι η Ο. πως είσαι;
Α.: Εγώ καλά λέω, εσύ που χάθηκες; (ήταν η καθηγήτρια των αρχαίων μου, σημαντική σχέση στη ζωή μου εκεί γύρω στα 12-13, δεν είχα αναφερθεί καν για αυτή στον γιατρό μέχρι τώρα, ήταν μια αρκετά ιδιόμορφη σχέση αυτή που είχαμε αναπτύξει).
Ο.: Δεν το λες και καλά, να μπαίνω για εγχείρηση την Δευτέρα, ινομύωμα μου είπαν, να δούμε στην βιοψία τι θα δείξει...
Α.: (μετά από μια αρκετά μεγάλη παύση, η αλήθεια δεν είχα ξανακούσει περί ινομυώματος), είναι σοβαρό; Άντε βρε μια χαρά θα πάει...
Ο.: Δεν καταλαβαίνεις; Μορφή καρκίνου είναι, πως να στο δώσω να το καταλάβεις; (ήταν θλιμμένη και προφανώς απογοητευμένη από την αρχική μου αντίδραση τύπου: έλα βρε, δεν είναι και τίποτα...)
Α.: Επαναλαμβάνω όλα καλά θα πάνε, μην αγχώνεσαι, θέλεις να παίξουμε ένα τηλεφωνικό σκάκι; (το είχαμε κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν, δυο-τρεις ώρες τηλεφωνήματα και να παίζουμε σκάκι ενώ ακούγαμε ταυτόχρονα την ίδια μουσική και μιλούσαμε και περί ανέμων και υδάτων)
Ο.: Όχι, δεν έχω και πολύ διάθεση, θα είμαι στο Υ., δωμάτιο 312, αν θέλεις έρχεσαι και τα λέμε κι από κοντά.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ασυναίσθητα έβαλα τα κλάματα. Ήταν όσο σοβαρό έλεγε; Μπρος στις απώλειες που ήδη σκεφτόμουν η δική της θα ήταν αφόρητη τη συγκεκριμένη στιγμή. Έχοντας σκορπίσει η παρέα του Γυμνασίου σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας λόγω των σχολών που είχαν περάσει ήμουν ουσιαστικά μόνος για αυτή τη χρονιά στην Αθήνα. Η Ο. ήταν από τα λίγα αποκούμπια που είχα, για την ακρίβεια ήταν ο μέντορας κι οδηγός μου μέχρι αυτή τη στιγμή. Όταν στην πρώτη Γυμνασίου ακόμη ως καθηγήτρια Αρχαίων και Νέων Ελληνικών είχε αρχικά επιλέξει μια έκθεση μου και την είχε διαβάσει σε όλο το τμήμα ως πρότυπο έκθεσης κατάλαβα ότι κάτι είχε δει σε μένα. Παρότι την επόμενη χρονιά έφυγε με μετάθεση για επαρχιακή πόλη, ανταλλάσσαμε γράμματα (του ταχυδρομείου βεβαίως, τότε δεν υπήρχε ηλεκτρονική αλληλογραφία), πολλά γράμματα, και επισκέψεις όταν είχε άδεια, μου δώριζε βιβλία, από αυτήν έμαθα την σύγχρονη Ελληνική πεζογραφία (στα 13 διάβαζα Ταχτσή και Κουμανταρέα), πηγαίναμε στο Ηρώδειο σε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, πηγαίναμε εκδρομές, σε φεστιβάλ νεολαιών, ήταν ο ερανιστής ενός εφηβικού ποιήματος που έγραψα και πήρε μέρος σε πανελλήνιο διαγωνισμό, και τι δεν έκανε για και με εμένα. Η σχέση μας παρ όλη την διαφορά ηλικίας από κάποιους είχε παρεξηγηθεί, ευτυχώς όχι από τους γονείς μου που την αγαπούσαν πολύ και την δεχόντουσαν.
Με βαριά καρδιά κίνησα την επόμενη της εγχείρισης να την επισκεφτώ. Στο γνωστό μαιευτήριο τα περισσότερα δωμάτια πλημμύριζαν από χαρά και μπλε, ροζ μπαλόνια, κι αρκουδάκια και λουλούδια, εγώ κρατούσα ένα κουτάκι γλυκά και δεν μπορούσα να συμμεριστώ αυτή τη χαρά. Μπήκα δειλά στο δωμάτιο, ήταν εμφανώς εξαντλημένη αλλά ο τρόπος που μου χαμογέλασε με έκανε να αναθαρρήσω και να το ανταποδώσω, έσκυψα και την φίλησα, όλα καλά; Την ρώτησα, νομίζω πως ναι, μου απάντησε, κι αρχίσαμε να λέμε τα δικά μας...
Βγαίνοντας από το Νοσοκομείο ήμουν πολύ καλύτερα, ήμουν σίγουρος ότι τα χειρότερα είχαν περάσει για την Ο. Πίστεψα ότι αύριο θα ήμουν πανέτοιμος να αντιμετωπίσω την δύσκολη συνεδρία που θα ερχόταν. Παρότι ήταν από τις τελευταίες φορές που θα την έβλεπα (μέχρι και τώρα) μου έδωσε την δυνατότητα να σκεφτώ ότι η απώλεια είναι σχετική, αυτό που κερδίζεις από την επαφή σου με έναν άνθρωπο είναι παρακαταθήκη και σε ακολουθεί πάντα, ακόμη κι αν χαθεί από τη ζωή σου.

Υστερόγραφο: Μόλις φέτος, σχεδόν μετά από 25 χρόνια που χαθήκαμε έκανα μια προσπάθεια να ξαναβρώ τα ίχνη της Ο. Στο διαδίκτυο το μόνο που βρήκα ήταν ότι πλέον ήταν διευθύντρια σε ένα Λύκειο, σημείωσα το τηλέφωνο του σχολείου για να καλέσω κάποια στιγμή, δεν το έχω κάνει μέχρι τώρα, όταν χαθήκαμε, λίγα μόλις χρόνια μετά από αυτή την ιστορία που περιέγραψα, είχε παντρευτεί, στην ευχητήρια κάρτα μου ήμουν λίγο διφορούμενος, θυμάμαι είχα ευχηθεί: ελπίζω να περάσεις καλά με την επιλογή που έκανες... ο άντρας της σε ένα τηλέφωνο που έκανα μου ζήτησε (δικαίως) εξηγήσεις, κατάλαβα ότι ζήλευε, δεν ήθελα να μπω ανάμεσα με κανέναν τρόπο, δεν νομίζω ότι θα το κάνω τώρα, ελπίζω απλά οι δρόμοι μας να βρεθούνε ξανά τυχαία, δύο άνθρωποι που βρίσκονται τόσο κοντά, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα ξανασμίξουν.
Ο. αν διαβάσεις ποτέ αυτό το κείμενο να ξέρεις ότι το κόκκινο αδιάβροχο μπουφάν παρότι έλιωσε είναι πάντα εσύ...
    

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

13. 3η Επίσκεψη, λήξη

Κάθισα ακόμη πιο βαθιά στην πολυθρόνα με τα χέρια στα πόδια μου και το βλέμμα στα βιβλία πίσω του.

Α.: Τι θα θέλατε να ακούσετε πρώτα; Τα άμεσα συναισθήματα λόγω του γεγονότος του θανάτου ή τα κατασταλαγμένα αφού συνειδητοποιώ το γεγονός;
Γ.: Και τα δύο είναι εξίσου ενδιαφέροντα…
Α.: Αρχικά λοιπόν είναι η αίσθηση του κενού, σαν να ξεριζώνεις ένα μέλος από το σώμα σου, αυτά τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που κόβεσαι στο χέρι από ένα μαχαίρι και τον πόνο που φτάνει σαν πληροφορία από τον εγκέφαλο…
Γ.: Σα να σας τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια μια και σας αρέσουν οι παρομοιώσεις;
Α.: Κάπως έτσι, μα το δάκρυ δεν μπορεί να βγει, το ξέσπασμα δεν είναι το αναμενόμενο.
Γ.: Γιατί είναι αναμενόμενο το δάκρυ; Θέλω να πω επειδή σας το έχουν πει, το έχετε δει να συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, γιατί επιβάλλεται από τα κοινωνικά δεδομένα; Τι απ’ όλα;
Α.: Λίγο απ’ όλα, μα περισσότερο πιστεύω γιατί είναι μια αντίδραση που υπάρχει στο DNA μας, δεν είναι εύκολο μια απώλεια αγαπημένου προσώπου να μην συνοδεύεται από κλάμα…
Γ.: Από την άλλη όμως και σύμφωνα με τα λεγόμενά σας πριν λίγο, πιστεύοντας σε μετενσαρκώσεις κι άλλα παρόμοια, το ότι θα είναι καλύτερα εκεί που θα πάνε δεν σας δημιουργεί χαρά;
Α.: Μα δεν έχει να κάνει με αυτούς που φεύγουν, αν θέλετε είναι και λίγο εγωιστικό, αλλά έχει να κάνει με μένα και τι κενό δημιουργείται από αυτή την απώλεια. Εκτός του συναισθηματικού κενού, είναι κι η ασφάλεια – υλική και ψυχική, η καθημερινή επαφή, το άγγιγμα και το χάδι, το φιλί κι η ανταλλαγή αγάπης και τρυφερότητας, αισθήματα και πράξεις που δύσκολα βρίσκεις εκτός οικογένειας.
Γ.: Αρχίσατε να το κάνετε περισσότερο ξεκάθαρο τώρα, κι όχι δεν είναι εγωιστικό, είναι ανθρώπινο πέρα για πέρα, συνεχίστε…
Α.: Παρότι λοιπόν έπρεπε η αναμενόμενη αντίδραση να είναι το κλάμα ήταν το γέλιο στη θέση του, δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν γέλιο χαράς ή απλά αντίδρασης πάντως ήταν ένα καθαρό γέλιο, χωρίς ενοχές για αυτό…
Γ.: Χρησιμοποιήσατε ταυτόχρονα τις λέξεις γέλιο κι ενοχή, αν βάλουμε μια μικρή παρένθεση στο θέμα με το οποίο γελούσατε, θεωρείτε ότι το γέλιο συχνά συμβαίνει με ενοχή κι όχι αβίαστα όπως του πρέπει;
Α.: Ναι, το πιστεύω αυτό, σε αυτό που δεν πιστεύω είναι ότι πρέπει να γίνεται μόνο σε συγκεκριμένα θεάματα ή σε αστείες καταστάσεις, από την άλλη δεν ξέρω πόσο ταιριάζει στο θάνατο…
Γ.: Μου φαίνεται ότι είναι μια μορφή εξορκισμού του κακού για εσάς, μια κάθαρση θα έλεγα, από τη στιγμή δε που λειτουργεί αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο λυτρωτικά με το κλάμα, είναι προφανής ο σκοπός που το κάνετε.
Α.: Προφανής μπορεί, αποδεκτός όμως;
Γ.: Θεωρείτε εαυτόν αιρετικό; Και δεν αναφέρομαι μόνο στη θρησκεία, γενικότερα θέλετε ή θεωρείτε ότι διαφέρετε τουλάχιστον από τον μέσο όρο;
Α.: Σε γενικές γραμμές το πιστεύω κι είμαι μάλλον, δεν ξέρω αν το αιρετικός είναι η σωστή λέξη, πάντως αντιδραστικός ή αντίθετος από αυτά που θεωρούνται αποδεκτά από το μέσο όρο ανθρώπων είμαι…
Γ.: Επειδή έχουμε φτάσει σε ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο κι όσον αφορά στην απώλεια κι όσον αφορά στην γενικότερη αντίδραση, σταματάμε εδώ για σήμερα και σας περιμένω την ερχόμενη εβδομάδα για περισσότερη ανάλυση και στα δύο, σας ευχαριστώ.
Α.: (;) Εγώ ευχαριστώ… απάντησα, σχεδόν ερωτηματικά

Βγαίνοντας από το γραφείο ο καιρός είχε αλλάξει αρκετά, η Ανοιξιάτικη μπόρα φαινόταν θέμα λεπτών, το χώμα είχε αρχίσει ήδη να μυρίζει με αυτή την οικεία και αγαπημένη οσμή από τις πρώτες σταγόνες που έπεφταν, μου άρεσε να βρέχομαι την Άνοιξη σε αντίθεση με το Χειμώνα, ήταν ένα άλλο είδος κάθαρσης που ένιωθα ότι με εξάγνιζε, έρχονταν περίεργες ημέρες, ήμουν σίγουρος για αυτό.
    

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

12. 3η Επίσκεψη, συνέχεια

Προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις, και μου φάνηκε αλήθεια βουνό η προσπάθεια συγκρότησης προτάσεων για το συγκεκριμένο θέμα. Ήταν περισσότερο η ίδια η αίσθηση που μου άφηνε η σκέψη έλλειψης γονιών, όχι τόσο το θέμα ότι θα ήμουν ορφανός, όσο η απώλεια της καθημερινής επαφής, στοργής, τρυφερότητας, ασφάλειας… προσπάθησα να τα εκφράσω όσο μπορούσα καλύτερα (και προσεκτικότερα) όταν άρχισα να μιλάω,
Α.: Σκέφτομαι συχνά σαν σενάριο ότι συμβαίνει κάτι ξαφνικό, όπως αυτοκινητικό δυστύχημα ας πούμε και πεθαίνουν όλοι από αυτό…
Γ.: Συγγνώμη για την τόσο γρήγορη διακοπή, όταν λέτε όλοι; Εννοείτε μητέρα και πατέρας;
Α.: και ο αδελφός μου που οδηγεί…
Γ.: μάλιστα, συνεχίστε όσο μπορείτε με περισσότερες λεπτομέρειες…
Α.: Δεν επικεντρώνομαι στην ίδια εικόνα του δυστυχήματος, ούτε και στην τελετή που ακολουθεί, είναι εικόνες που ίσως δεν θέλω καν να σκέφτομαι ως πιθανότητα, αλλά στην πραγματικότητα μετά από αυτό το γεγονός. Βλέπω τις συζητήσεις των συγγενών και του παππού με τη γιαγιά για το ποιος θα με κρατήσει, εγώ αν ήταν να διαλέξω θα ήθελα να είμαι μόνος, δεν με ενδιαφέρει να βάλω στο ζύγι που θα ήταν καλύτερα, θέλω να πενθήσω με τον τρόπο μου, να αγωνιστώ να τα βγάλω πέρα μόνος, η έλλειψη κι η φροντίδα των γονέων δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθεί με κανέναν, η αδελφική αγάπη το ίδιο, δεν με απασχολεί και δεν με αγχώνει τίποτα, τελικά καταλήγω σε ένα μεγάλο κενό… Κενό συναισθημάτων, λες κι οι δακρυγόνοι αδένες δεν μπορούν να παράγουν άλλο υλικό, έχω στεγνώσει εσωτερικά κι εξωτερικά, σαν κινούμενο ζόμπι φαντάζω, κι όλο ξαφνικά βάζω τα γέλια… δυνατά και μέσα από την ψυχή μου.
Όλοι οι συγγενείς με κοιτούν αποσβολωμένοι, - πάει, τα έχασε το καημένο, λένε, ο νονός μου περνάει το μπράτσο του στους ώμους μου και με το άλλο χέρι με χαϊδεύει στο μάγουλο (εγώ ένιωθα σαν να ήθελε να μου ρίξει ένα χαστούκι να συνέλθω), η γιαγιά μου κλαίει κρυφά για να μην την δω, οι υπόλοιποι απλά απορούν. Δεν εξηγώ τίποτα σε κανένα, απλά είναι η αίσθηση ότι αρχίζω να νιώθω και πάλι μετά από αυτή την αντίδραση. Η απόσταση με τους άλλους γύρω μου όλο και μεγαλώνει, βγάζω το χέρι του νονού από πάνω μου αποφασιστικά, χαιρετώ κάποιους από τους συγγενείς, φιλώ κάποιους άλλους, αγκαλιάζω σφιχτά τη συνονόματη γιαγιά, και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Ο καιρός έξω είναι ανοιξιάτικος, φοράω τα γυαλιά ηλίου, ανάβω ένα τσιγάρο και νιώθω ότι αδειάζω… η αρχική σαστιμάρα και φόβος μετατρέπονται σε δύναμη και σιγουριά. Κάθομαι σε παρακείμενο καφενεδάκι, αγοράζω εφημερίδα αγγελιών κι αρχίζω να κοιτώ τις στήλες  προσφορά εργασίας και ενοικίαση ακινήτων…
Γ.: Ωραία, μέχρι εδώ μου περιγράφετε περισσότερο καταστάσεις και γεγονότα και λιγότερο συναισθήματα, στο μόνο που εστιάσατε είναι ότι αντί θλίψης και δακρύων για την απώλεια και την αίσθηση του «ξεκρέμαστου» ξεσπάσατε με μια εκ διαμέτρου αντίθετη αντίδραση από αυτή που θα περίμεναν όλοι, από αυτή που θα ήταν λογική (;) – στη φωνή του υπήρχε κάτι σαν ερώτηση χωρίς να είναι και τόσο σίγουρο… Θέλετε να εστιάσουμε λίγο περισσότερο στα αισθήματα τώρα;
Α.: Η αλήθεια είναι ότι άφησα το δυσκολότερο κομμάτι σχεδόν εκτός…
Ήξερα ότι τώρα αρχίζουν πραγματικά τα δύσκολα, αλλά δεν ήξερα καν από πού να το πιάσω το θέμα, πώς να αρχίσω. Ήμουν καλός στην αφήγηση, όχι όμως το ίδιο καλός στην εξωτερίκευση συναισθημάτων.